- ένδετος
- ἔνδετος, -ον (Α)δεμένος, μπλεγμένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἔνδετον — ἔνδετος bound to masc/fem acc sg ἔνδετος bound to neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νευρένδετος — νευρένδετος, ον (Α) δεμένος ή τεταμένος με νευρά, με χορδή, ή αυτός που φέρει τεταμένες χορδές («κιθάρη νευρένδετος», Μανέθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νευρά «χορδή» + ἔνδετος (< ἐνδέω [Ι] «δένω, συνδέω»), πρβλ. αργυρ ένδετος, χρυσ ένδετος] … Dictionary of Greek
σιδηρένδετος — ον, Μ συνδεδεμένος με σίδηρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + ἔνδετος (< ἐνδέω «συνδέω»), πρβλ. ἀργυρ ένδετος] … Dictionary of Greek
αγκυλένδετος — ἀγκυλένδετος, ον (Α) ο δεμένος, οπλισμένος με ακόντια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκύλη + ἔνδετος] … Dictionary of Greek
αλληλένδετος — η, ο (ΑΜ ἀλληλένδετος, ον) συνήθως στον πληθ. (κυριολ. και μτφ.) αυτοί που αμοιβαία συνδέονται με άλλους, αυτοί που αμοιβαία εξαρτώνται από άλλους νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το αλληλένδετο αλληλοσύνδεοη, αλληλεξάρτηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλληλ(ο) * +… … Dictionary of Greek
αργυρένδετος — ἀργυρένδετος, ον (Α) ο δεμένος, ο διακοσμημένος με άργυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + ένδετος < ενδέω (Ι) «προσδένω, στερεώνω»] … Dictionary of Greek
χρυσένδετος — ον, Α 1. δεμένος με χρυσό («ἐδωρεῑτο χρυσένδετον σμάραγδον», Πλούτ.) 2. διακοσμημένος με χρυσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ἐνδετός «δεμένος»] … Dictionary of Greek